- συνασπισμός
- ο, ΝΜΑ [συνασπίζω]στενή συνεργασία, συμμαχία πολλών ατόμων μαζί, για την από κοινού ανάληψη μιας ενέργειας αλλά και για την επίτευξη κοινών στρατιωτικών, πολιτικών ή άλλων σκοπώννεοελλ.1. η ομάδα τών ατόμων, ομάδων ή κρατών που συνασπίζονται για την επίτευξη κοινών σκοπών2. φρ. α) «οικονομικός συνασπισμός»(οικον.) ένωση, συγκέντρωση ή συμφωνία οικονομικών μονάδων με στόχο τη βελτίωση τής οικονομικής τους θέσης ή την αποτροπή ενδεχόμενου ανταγωνισμού ή και την καταστολή υφιστάμενου ανταγωνισμούβ) «Συνασπισμός τής Αριστεράς και τής Προόδου», ή, απλώς, «Συνασπισμός»(πολ.) ελληνικός πολιτικός σχηματισμός ο οποίος συγκροτήθηκε το 1989 από δυνάμεις τής Αριστεράςμσν.-αρχ.1. πυκνή παράταξη μαχητών με τις ασπίδες προτεταμένες σαν τείχος2. το να μάχεται κανείς σε πυκνή παράταξη.
Dictionary of Greek. 2013.